- φοράδα
- η1. το θηλυκό άλογο, η αλόγα.2. μτφ., γυναίκα μεγαλόσωμη (με εξευτελιστική σημασία· πρβλ. βουβάλα, φάλαινα).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φοράδα — η / φοράς, άδος, ΝΜΑ το θηλυκό άλογο, η φορβάδα νεοελλ. μτφ. (ειρωνικά) μεγαλόσωμη γυναίκα αρχ. 1. εύφορη, γόνιμη 2. μερική πληρωμή, δόση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φορ τής ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ. φέρω + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. στιβ άς)] … Dictionary of Greek
φοράδα — φοράς fruitful fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι … Dictionary of Greek
άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… … Dictionary of Greek
ιππάς — ἱππάς, άδος, ἡ (Α) [ίππος] 1. (ως επίθ. θηλ. τού ιππικός) ιππική («ἱππὰς στολή», Ηρόδ.) 2. (στην Αθήνα και στη Ρώμη) η τάξη τών ιππέων («ἐκ πεντακοσιομεδίμνων καὶ ζευγιτῶν καὶ τρίτου μέλους τῆς καλουμένης ἱππάδος», Αριστοτ.) 3. ο φόρος στον οποίο … Dictionary of Greek
Viannos — Gemeinde Viannos Δήμος Βιάννου … Deutsch Wikipedia
FORDICIDIA — I. FORDICIDIA adde: A fordis bubus nomen habuêre; quod eâ die publice immolarentur boves praegnantes. Forda enim bos gravida, a ferendo. Ovid. Fast. l. 4. v. 629. Forda ferens bosest, fecundaque dicta ferendo. Mactabantur autern singulae in… … Hofmann J. Lexicon universale
Δήμητρα — I (αρχ. Δημήτηρ). Μία από τις θεότητες του Δωδεκάθεου των αρχαίων, προστάτιδα της γεωργίας και όλων των πολιτικών και κοινωνικών θεσμών που, κατά την ιστορία ή τη μυθολογία, συνδέονταν με αυτήν. Το χαρακτηριστικό επίθετο Θεσμοφόρος που της… … Dictionary of Greek
αλογίνα — η [άλογο] αλόγα, φοράδα … Dictionary of Greek
αλογοσέρνω — 1. σέρνω κάποιον δεμένο στην ουρά αλόγου, ώστε να σκοτωθεί 2. σέρνω κάποιον επάνω στο έδαφος, όπως το άλογο τον καβαλάρη του που έπεσε 3. οδηγώ άλογο σε φοράδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + σέρνω] … Dictionary of Greek